Είναι αλήθεια πως στην Κεφαλλονιά μας απασχολούν πολλά προβλήματα που άπτονται της καθημερινότητάς μας ή της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής. Ωστόσο υπάρχουν δύο «ιδιαίτερα» ζητήματα που μας προβληματίζουν διαχρονικά και αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής και όχι μόνο συζήτησης. Το πρώτο είναι ασφαλώς η αναζήτηση της «Ομηρικής Ιθάκης». Ταυτίζεται με το σημερινό γειτονικό μας νησί ή είναι η Κεφαλλονιά όπως προκύπτει από τις περιγραφές του Ομήρου και υποστηρίζουν κορυφαίοι αρχαιολόγοι και ερευνητές; Και αν ναι, πού βρίσκεται το παλάτι το Οδυσσέα; Στην Παλική, στον Πόρο ή στην Σάμη;
Το δεύτερο ζήτημα, αφορά στην ονομασία και στον τρόπο γραφής της Κεφαλλονιάς. Πού οφείλει δηλαδή το ονομά του το νησί μας και πώς τελικά γράφεται; Κεφαλληνία ή Κεφαλλονιά; Με ένα λάμδα ή με δύο; Με όμικρον ή μήπως με ωμέγα;
Όλοι μας γνωρίζουμε πως ο μύθος θέλει να έχει δώσει το ονομά του στο νησί μας ο Κέφαλος, ο οποίος κατά την πλέον πιθανή εκδοχή υπήρξε Αττικός ήρωας, βασιλιάς της πόλης του Θορικού και γενάρχης του γένους των Κεφαλιδών που κατοικούσαν στον μετέπεια αρχαίο Δήμο της Κεφαλής. Κατά μια δεύτερη εκδοχή, ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηίωνος. Σύμφωνα λοιπόν με τον μύθο που ταυτίζεται και με τις δύο παραπάνω εκδοχές, μετά από μια επιτυχή εκστρατεία των Μηκυναίων και των συμμάχων τους εναντίων των Ταφίων ή Τηλεβόων που κατοικούσαν στην περιοχή μας, το νησί δόθηκε ως δώρο στον Κέφαλο για την καθοριστική συμβολή του στην επιτυχία της εκστρατείας.
Φαίνεται ωστόσο ότι η εκδοχή αυτή υπήρξε τελικά ένα πολιτικό παιχνίδι των Αθηναίων, προκειμένου να συνδέσουν ιστορικά την πόλη τους με το νησί μας και να κατοχυρώσουν μελλοντικά δικαιώματα, στο πλαίσιο της εξωτερικής τους πολιτικής. Άλλωστε οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν αποφανθεί, ότι η εκδοχή της ονοματοδοσίας του νησιού από τον Κέφαλο, είναι χρονικά μεταγενέστερη της ονομασίας του ως Κεφαλληνία.
Η πραγματικότητα πίσω από τον παραπάνω μύθο, είναι πως η ονομασία του νησιού μας προέρχεται μάλλον από το αρχαίο φύλο των Κεφαλ(λ)ήνων στην Ιωνική διάλεκτο ή Κεφαλ(λ)άνων στη δωρική. Σύμφωνα με τον σπουδαίο συμπατριώτη μας αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο (1901-1974) αλλά και τον ιστορικό – ακαδημαϊκό Μιχαήλ Σακελλαρίου (1912-2014) το όνομά τους σχετίζεται με την ορεινή τους καταγωγή, την οποία και έλκουν είτε από την δυτική Πελοπόννησο, είτε από την Ήπειρο ή και την Μακεδονία. Και αυτό καθώς στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι κορυφές των βουνών ονομάζονταν κεφαλαί.
Και κάπου εδώ ξεκινά η ιστορία του δεύτερου λάμδα και εν γένει της σωστή γραφής του ονόματος του νησιού μας…
Ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς – Ιθάκης το 2011 εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία υποδεικνύει ως ορθή γραφή της ονομασίας, αυτή με το ένα λάμδα, καθώς προέρχεται από τους Κεφαλ(λ)ήνες, λέξη η οποία με τη σειρά της ετυμολογικά προέρχεται από την κεφαλή με την προσθήκη του επιθήματος -ήνες. Δηλαδή «Κεφάλ + ήνες = Κεφαλήνες». Μάλιστα το επίθημα -ήνες / άνες συναντάται και σε άλλα προερχόμενα από την βόρεια και κεντρική Ελλάδα αρχαία φύλα, όπως οι Ακαρνάνες στα δυτικά της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας, οι Αθαμάνες στην νοτιοανατολική Ήπειρο και την Δυτική Θεσσαλία και οι Αινιάνες στα δυτικά της κοιλάδας του Σπερχειού ποταμού.
Με δύο λάμδα η λέξη Κεφαλλήνες εμφανίζεται για πρώτη φορά γραπτώς από τον Όμηρο στην Ιλιάδα και αργότερα στην Οδύσσεια, καθώς έτσι ονομάζει ο ποιητής συνολικά τους υπηκόους του βασιλείου του Οδυσσέα. «Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἦγε Κεφαλλῆνας μεγαθύμους». Σύμφωνα με την πραγματικά εξαιρετική ανάλυση του ιστορικού, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Πέτρου Πετράτου στο περιοδικό «Οδύσσεια» το 2014, το διπλό λάμδα οφείλεται σε μετρική αναγκαιότητα, καθώς η συλλαβή -φα για να γίνει μακρά, πρέπει να ακολουθηθεί από δύο συνεχόμενα σύμφωνα. Επιλέγοντας δηλαδή ο Όμηρος να συγγράψει τα έπη του σε δακτυλικό εξάμετρο, διπλασίασε το σύμφωνο λάμδα το οποίο και έκτοτε καθιερώθηκε. Μάλιστα την χρήση του δακτυλικού εξάμετρου ή δακτυλικού δεκαπεντασύλλαβου, την συναντάμε όχι μόνο στον Όμηρο αλλά και σε άλλους αρχαίους ποιητές, καθώς ήταν το κατεξοχήν μέτρο των στίχων της αρχαίας ελληνικής επικής αλλά και διδακτικής ποίησης.
Αντίθετα, ο δικηγόρος και συγγραφέας Χρήστος Τζάκος στο βιβλίο του «Έκθεση συνοπτική περί Ομηρικής Ιθάκης» που εξέδωσε το 2002, υποστηρίζει ότι το διπλό λάμδα δεν οφείλεται σε μετρικούς λόγους, καθώς αποδίδει την ονομασία Κεφαλλήνες του Ομήρου στον Κέφαλο και στην λέξη Έλληνες. Δηλαδή «Κέφαλος + Έλληνες = Κεφαλλήνες». Τελευταία μάλιστα έχει καταγραφεί μια ακόμη άποψη που δικαιολογεί το διπλό λάμδα. Την έχει διατυπώσει ο Ρισσιάνος Σπύρος Ρόκκος ο οποίος αποδίδει την ονομασία Κεφαλλήνες στη Φοινικική γλώσσα. Δηλαδή «Κέιφ + αλ + λήνες = Κειφαλλήνες» και με αποκοπή του γράμματος γιώτα «Κεφαλλήνες». Ετυμολογικά θεωρεί ότι προέρχεται από την λέξη «Κέιφ» που στα φοινικικά σημαίνει κέφι, το άρθρο «αλ» και την κατάληξη «λήνες» από τα «Λήναια» δηλαδή τις γιορτές προς τον Θεό Διόνυσο. Έχουμε επομένως τους «Αλ – λήνες» δηλαδή αυτούς που μετείχαν στα Λήναια και που λόγω της κατανάλωσης οίνου, ήταν «κεφάτοι». Αυτή άλλωστε την αγάπη των Κεφαλλήνων στο κρασί την επισημαίνει και ο Αγαμέμωνας στον Οδυσσέα σε σχετικό τους διάλογο στην Δ’ Ραψωδία της Ιλιάδας.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το όνομα του νησιού μας τελικά οφείλεται στους κατοίκους του και όχι το αντίστροφο όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις. Έτσι από τους Κεφαλλή(ά)νες του Ομήρου φτάσαμε στην Κεφαλληνία, η οποία ως ονομασία του νησιού μας πρωτοεμφανίζεται στον θεμελιωτή της επιστήμης της ιστορίας Ηρόδοτο, περισσότερα δηλαδή από 300 χρόνια μετά τον Όμηρο, και λίγο αργότερα στον επίσης ιστορικό Θουκυδίδη και στον γεωγράφο Παυσανία που υιοθέτησαν την παραπάνω γραφή. Βέβαια υπήρξαν συγγραφείς και εξερευνητές της αρχαιότητας όπως ο Σκύλακας ο Καρυανδεύς, αλλά και αργότερα βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι έγραφαν την λέξη Κεφαλληνία με ένα λάμδα. Ενδιαφέρον πάντως έχει να αναφέρουμε ότι στο διάβα των χρόνων υπήρξαν λατίνοι ιστορικοί που στα κείμενά τους ονόμαζαν το νησί με την δωρική του διάλεκτο, ήτοι Κεφαλλανία. Δηλαδή με άλφα αντί ήττα, αλλά και διπλό λάμδα.
Με βάση τις δύο επικρατέστερες εκδοχές για την ονοματοδοσία του τόπου μας, θα μπορούσαμε ως απλοί αναγνώστες να συμπεράνουμε πως η χρήση μονού ή διπλού λάμδα εξαρτάται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος σχετίζεται αμιγώς με την πηγή προέλευσης του ονόματος και ο δεύτερος με την αποδοχή είτε της ετυμολογίας της λέξης, είτε της ιστορικής παράδοσης. Αν δεχτούμε δηλαδή τον μύθο του θρυλικού Κέφαλου, τότε ετυμολογικά το λάμδα θα πρέπε να είναι μονό και μάλιστα το νησί μας να ονομάζεται Κεφαλονιά και μόνο. Αν αντίθετα δεχτούμε την θεωρία που συνδέει το νησί μας με το φύλο των Κεφαλ(λ)ήνων, τότε ή θα συμφωνήσουμε με την συντακτική άποψη των σύγχρονων φιλολόγων περί του ενός λάμδα, ή με την Ομηρική γραφή και την γραφή των μετέπειτα αρχαίων μας ιστορικών και γεωγράφων, ανεξάρτητα αν αυτή οφείλεται σε μετρική αναγκαιότητα ή όχι. Σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις, το όνομα του νησιού μας θα πρέπει να είναι Κεφαληνία ή Κεφαλληνία.
Αν ισχύει όμως το παραπάνω, πώς μας προέκυψε η απλοποιημένη γραφή από Κεφαλ(λ)ηνία σε Κεφαλ(λ)ονιά; Αυτό φαίνεται πως συνέβει για πρώτη φορά στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, δηλαδή την περίοδο 330 – 610 μ.Χ. που οι Έλληνες μιλούσαν την λεγόμενη «Ελληνιστική Κοινή» που αποτέλεσε τον προπομπό της δημοτικής γλώσσας. Στο διάβα των χρόνων βέβαια και ιδιαίτερα στον εικοστό αιώνα, μεσολάβησαν μεταξύ άλλων το γλωσσικό ζήτημα με την οριστική κατάργηση της καθαρεύουσας το 1976 από τον τότε Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιο Ράλλη, η κατάργηση του πολυτονικού συστήματος το 1982 και η καθιέρωση άλλων απλοποιήσεων στην ελληνική γλώσσα. Βέβαια το διπλό λάμδα εξακολουθεί να επιλέγεται σε πληθώρα λογοτεχνικών και ιστορικών βιβλίων, εφημερίδες, άρθρα και γεωγραφικούς οδηγούς από κορυφαίους, παλαιότερους και σύγχρονους ανθρώπους των γραμμάτων και των επιστημών, Κεφαλλονίτες και μη. Από τον Νικόλαο Πολίτη και τον Αντώνιο Μηλιαράκη, μέχρι την Αντιγόνη Μεταξά και την Ευριδίκη Λειβαδά. Επίσης η Ελληνική δημόσια διοίκηση προτιμά τον συγκεκριμένο τύπο γραφής, καθώς έχει επιλέξει μια πιο «λόγια» μορφή της ελληνικής για την γραφή των περιοχών της χώρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός, ότι με τον Νόμο 3852 του 2010 γνωστό και ως «Πρόγραμμα Καλλικράτης» ο νεοσυσταθείς τότε Δήμος Κεφαλλονιάς επιλέχθηκε να καταγραφεί με δύο λάμδα.
Η περιπέτεια της γραφής του ονόματος του νησιού μας βέβαια δεν σταματά εδώ και δεν περιορίζεται μόνο στον αριθμό των λάμδα, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το γράμμα όμικρον έχει αντικατασταθεί από το γράμμα ωμέγα. Δηλαδή Κεφαλλωνιά ή Κεφαλωνιά ή και με τον τόνο στην παραλήγουσα, δηλαδή Κεφαλλωνία ή Κεφαλωνία. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το 1928 σε άρθρο του ο Κεφαλλονίτης ιστορικός και πολιτικός Διονύσιος Ζακυνθινός, η λέξη Κεφαλλωνία συναντάται σε κείμενα του Ρωμαίου συγγραφέα, φυσιοδίφη και φιλόσοφου Γάιου Πλίνιου Σεκούνδου και αργότερα του Βυζαντινού λόγιου Προκόπιου του Καισαρέως. Επικαλούμενος ωστόσο τον θεωρούμενο ως θεμελιωτή της επιστήμης της γλωσσολογίας στην Ελλάδα, Γεώργιο Χατζιδάκι, η γραφή αυτή είναι ανυπόστατη, καθώς μετατροπή του ήττα σε ωμέγα δεν υφίσταται στην ελληνική γραμματεία, η δε αλλαγή του τονισμού εκτιμά ότι συνέβει κατ’ αναλογία με άλλα τοπωνύμια που λήγουν σε «-ονία» όπως για παράδειγμα η Πελαγονία που εκτείνεται σήμερα στην Δυτική Μακεδονία και βορειότερα στο σημερινό κράτος των Σκοπίων, η Παφλαγονία στη Μικρά Ασία, αλλά και η Παταγονία στη Νότια Αμερική.
Παραμένει ωστόσο απορίας άξιον, το πως η γραφή αυτή υιοθετήθηκε από μεταγενέστερους ή και σύγχρονούς μας συγγραφείς. Από την έρευνα μάλιστα που πραγματοποιήσαμε, εντοπίσαμε μεγάλο αριθμό βιβλίων και μελετών που αναγράφουν το νησί μας με ωμέγα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα έργα: «Ο πειρατής της Γραμβούσας και άλλα διηγήματα» του Κωνσταντίνου Ράδου, «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της επανάστασης των Ελλήνων 1821-1833» του Νικόλαου Κασομούλη, «Λεξικόν της καθ’ ημάς Ελληνικής Διαλέκτου» του Δ. Σκαρλάτου του Βυζάντιου και «Παλαιολιθική Κεφαλωνιά» του Γεώργιου Καββαδία. Επιπλέον εντοπίσαμε το γράμμα ωμέγα στα πρακτικά δύο συνεδρίων και δη συνεδρίου του 1977 με θέμα «Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα» και του Γ’ Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νέοελληνικών Σπουδών το 2006, αλλά και στον τουριστικό οδηγό «Κεφαλλωνιά και Ιθάκη» που εξέδωσε η Νομαρχία Κεφαλληνίας το 1974 με συγγραφέα τον Αριστομένη Γεωργάτο.
Η συζήτηση γύρω από το όνομα και την γραφή της Κεφαλλονιάς είναι πραγματικά ανεξάντλητη. Ενδεικτικό της πολυπλοκότητας του θέματος είναι το γεγονός ότι αν αναζητήσει κάποιος το νησί μας στο διαδίκτυο, θα εντοπίσει 3.810.000 αποτελέσματα για το λήμμα «Κεφαλονιά», 1.330.000 για το λήμμα «Κεφαλληνία» που αφορούν ωστόσο και στον Νομό Κεφαλληνίας, 663.000 για το λήμμα «Κεφαλλονιά», αλλά και 7.200 αποτελέσματα με τα λήμματα «Κεφαλλωνιά ή Κεφαλωνιά». Φυσικά ανάλογη είναι η εικόνα και στην γραφή του νησιού μας στην αγγλική γλώσσα. Μια απλή αναζήτηση αρκεί για να συναντήσουμε την Κεφαλλονιά ως Kefalonia με ένα ή δύο l, ως Kefallinia επίσης με ένα ή δύο l, Cephalonia, Chefalonia κ.ο.κ. με ότι αυτό συνεπάγεται επικοινωνιακά και όχι μόνο για την διεθνή εικόνα του νησιού μας και το brand name του εν γένει.
Πάντως, μέχρι η επιστημονική κοινότητα να καταλήξει οριστικά και αμετάκλητα στη σωστή γραφή της Κεφαλλονιάς και το σύνολο των φορέων του τόπου μας να την αποδεχθεί και να την υιοθετήσει, εμάς θα μας επιτρέψετε να χρησιμοποιούμε δύο λάμδα, επιλέγοντας την Ομηρική γραφή ως απόγονοι του πολυμήχανου Οδυσσέα και των «Μεγάθυμων Κεφαλλάνων».
Πηγή: poulatakefalonias.gr