Συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από τους καταστροφικούς σεισμούς του 1953 που έπληξαν με σφοδρότητα το νότιο Ιόνιο και ισοπέδωσαν την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη. Ο αριθμός των νεκρών ανήλθε σε 455, των αγνοουμένων σε 21 και των τραυματιών σε 2.412, ενώ από τα 33.300 περίπου σπίτια στα τρία νησιά, καταστράφηκαν εντελώς τα 27.659 και διασώθηκαν μόλις 467, κυρίως στην περιοχή της Ερίσου.
Σήμερα, σε ανάμνηση των γεγονότων που άλλαξαν κυριολεκτικά τον ρου της νεότερης ιστορίας της Κεφαλλονιάς και φυσικά των Πουλάτων, το poulatakefalonias έχει την τιμή να δημοσιεύσει ένα υπέροχο κείμενο που καταγράφει με ανθρώπινο και συνάμα γλαφυρό τρόπο τις μνήμες ενός ανθρώπου που έζησε ως παιδί τη φρίκη των σεισμών. Της συγχωριανής μας κυρίας Φιορούλας Τουλάτου, όπως ακριβώς τις διηγήθηκε στον εγγονό της Πάρη Τουλάτο.
Ευχαριστούμε θερμά την αγαπημένη μας κυρία Φιορούλα που είχε την καλοσύνη να μοιραστεί με όλους μας τις αναμνήσεις και κυρίως τα συναισθήματά της από την φοβερή σεισμική ακολουθία και τον εγγονό της Πάρη, τόσο για καταγραφή όσο και για την εμπιστοσύνη που μας έδειξε ώστε να δημοσιεύσουμε σήμερα την παρακάτω, πραγματικά υπέροχη και συγκινητική αφήγηση.
«Μνήμες σεισμού»
Κυριακή, 9 Αυγούστου 1953
«Ώρα 9 το πρωί, τα παιδιά της γειτονιάς, εκεί στις χωμάτινες αυλές μας, κλέβαμε λίγη ώρα από τις καθημερινές μας δουλειές κουτσοπαίζοντας, ενώ η γη κάτω από τα πόδια μας έβραζε. Πού να ξέραμε τι θα ακολουθούσε!
Ώρα 9:41 η γη αρχίζει να σαλεύει. Ο άγνωστος σε μας μέχρι εκείνη τη στιγμή αρχηγός των Γιγάντων, ο Εγκέλαδος, όπως μας τον έλεγε ο δάσκαλος, ξυπνάει για τα καλά από τον πολύχρονο ύπνο του. Σεισμός 6,4 Ρίχτερ.
Ένα φοβερό βουητό και τα σκυλιά να αλυχτάνε, τα άλογα να χλιμιντρίζουν σαν τρελά, οι συγχωριανοί να πετάγονται αλαφιασμένοι από τα σπίτια τους… και ζέστη παιδάκι μου, αφόρητη ζέστη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω εκείνη τη ζέστη.
Και ξαφνικά σιωπή. Πάει, πέρασε, αυτό ήταν, είπαμε. Και το βράδυ κοιμηθήκαμε μέσα στα σπίτια μας, ανακουφισμένοι που η συμφορά τελικά δεν μας βρήκε για τα καλά».
Τρίτη, 11 Αυγούστου 1953
«Χάραμα ακόμη, στο μαγερειό άκουγα μαζί με τα αδέλφια μου τον πατέρα που ετοιμαζόταν να πάει, όπως κάθε μέρα, στα χωράφια και στα ζωντανά του. Η μάνα του έφτιαχνε το κολατσιό που θα έπαιρνε μαζί του και θα τον κρατούσε μέχρι το βράδυ. Ψωμί, ντομάτα και λίγο τυρί.
Και τότε ξανά πάλι ο πανικός. Το βουητό και η γη να σειέται. Πεταχτήκαμε έξω. Όλο το χωριό στις αυλές, στα χωράφια και στους δρόμους. Ήταν γύρω στις πεντέμισι, και τούτος ο σεισμός πιο δυνατός. 6,8 ρίχτερ.
Με το πρώτο φως είδαμε και τις πρώτες πληγές. Κάποια σπίτια χαρακωμένα με μεγάλες ρωγμές, άλλα με τσακισμένες στέγες, μουράγια και λιθιές ξεχαρβαλωμένα. Μα πιο πολύ τραυματισμένη και αναστατωμένη ήταν η ψυχή μας. Είχαμε όλοι ένα προαίσθημα ότι κάτι πολύ κακό θα ερχόταν. Δεν ξέρω γιατί. Πες από φόβο, μα κι αυτός ακόμα ο αέρας μας φαινόταν πως μύριζε αλλιώς…
Όσο περνούσε η μέρα και νύχτωνε σιγά σιγά, τα σκυλιά δεν ηρεμούσαν. Ανήσυχα κι αυτά όπως και τα άλογα. Αλλά και εμείς ανάστατοι. Όλοι οι χωριανοί είπαμε να μην μπούμε στα σπίτια. Να κοιμηθούμε έξω στις αυλές και στα χωράφια. Φοβόμασταν τα χειρότερα, είμασταν μπροστά στο άγνωστο».
Τετάρτη, 12 Αυγούστου 1953
«Ξημέρωσε και όλη νύχτα δεν είχε συμβεί τίποτα. Φτηνά τη γλιτώσαμε, σκεφτήκαμε. Η μάνα μου, που φοβόταν και δεν είχε μπει στο σπίτι μετά τον χθεσινό σεισμό, αποφάσισε τώρα πάει να πάρει κάποια απαραίτητα πράματα.
Για να αποφύγει την εσωτερική πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στον όροφο, έβαλε μια ξύλινη στο παράθυρο, σκαρφάλωσε και μπήκε μέσα. Από κει, από το παράθυρο, μας πετούσε κάποια ρούχα και κουβέρτες και ετοιμαζόταν να κατέβει με τη ραπτομηχανή της.
Έτσι πάνω στη σκάλα όπως ήταν, το βουητό ξανάρχισε. Τα σκυλιά πήραν να αλυχτάνε δαιμονισμένα, τα άλογα να κόβουν τα σκοινιά τους αφηνιασμένα και εμείς, όλο το χωριό, να τρέχουμε πανικόβλητοι να προφυλαχτούμε μακριά από τα κτίσματα. Αλλά δεν είχαμε ποτέ φανταστεί αυτό που τελικά σε λίγα μόλις λεπτά θα μας γονάτιζε. 7,2 Ρίχτερ.
Στη γη δεν μπορούσες να σταθείς, έτρεμε ολόκληρη, έσκαγε και άνοιγε. Έλεγες πως θα σε καταπιεί… Και η τρομακτική βουή μαζί με τις πέτρες που κυλούσαν από τα βουνά, τη σκόνη που σηκωνόταν και τις φωνές και τα κλάματα και τα ουρλιαχτά. Τι να σου λέω παιδάκι μου…
Μέσα σε τούτο τον πανικό, ο μπάρμπας μου θυμήθηκε που λέγανε οι παλιοί πως «Ο σεισμός αραιώνει με τις τουφεκιές…». Πήρε λοιπόν ένα Μάνλιχερ κι άρχισε να πυροβολεί στον αέρα…
Κι εγώ έψαχνα τη μάνα μου, που τελευταία φορά την είχα δει ανεβασμένη πάνω στη σκάλα. Η σκόνη όμως δεν σε άφηνε να δεις τίποτα. Ούτε σπίτι, ούτε μάνα, δεν διέκρινες κανέναν.
Το σπίτι μας είχε γκρεμιστεί και είχε παρασύρει μαζί του και τη μάνα μας. Ο πατέρας και τα αδέλφια μου ψάχναμε φωνάζοντας να τη βρούμε στα χαλάσματα. Τελικά την είδε ο πατέρας πεσμένη κάτω σε μια γωνιά να μην μπορεί να μιλήσει από το σοκ, αλλά ευτυχώς λίγο μόνο κοπανισμένη από το πέσιμο. Την είχε σώσει η ελιά που είχαμε στην αυλή μας και που πάνω της πέσανε οι περισσότερες πέτρες.
Όλο το χωριό ισοπεδώθηκε. Όλοι οι συγχωριανοί όμως ήταν σώοι και ζωντανοί. Εκτός από ένα παιδί…
Αξέχαστες κείνες οι τρεις μέρες. Εμένα ακόμη και ύστερα από εβδομήντα χρόνια δεν φεύγουν από τα μάτια μου τρεις εικόνες από εκείνες τις μαύρες μέρες. Δεν είναι ούτε η βουή, ούτε τα αλυχτίσματα, ούτε τα χλιμιντρίσματα, ούτε ακόμα τα κλάματα, οι φωνές και τα ουρλιαχτά. Είναι παιδάκι μου, η εικόνα της μάνας μου πάνω στη σκάλα, είναι ο πατέρας μου που τραβούσε τα μαλλιά του σκούζοντας και είναι και το λάδι μας που κύλαγε στον δρόμο μέσα από τα σπασμένα πλιθάρια μας…».
Κυρία Φιορούλα και Πάρη, σας ευχαριστούμε θερμά και ευχόμαστε να είστε εσείς και η οικογένειά σας πάντα γέροι και ευτυχισμένοι!
Πηγή: poulatakefalonias.gr